λεπτομονάς

λεπτομονάς
η
ζωολ.
1. επιμήκης μαστιγοφόρα μορφή τού παρασίτου λεϊσμανία
2. γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων, αλλ. ερπετομονάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptomonas < νεολατ. leptomonas < lepto- (< λεπτ[ο]-*) + -monas (< μονάς, -άδος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυτομονάς — η, Ν (λόγιος τ.) 1. γένος μαστιγοφόρων τής οικογένειας τρυπανοσωματίδες, που μοιάζουν μορφολογικά με τα μέλη τού γένους λεπτομονάς 2. μεγάλο γένος φυτοπαθογόνων βακτηρίων τής οικογένειας ψευδομοναδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”